- πίφερο
- το (λ. ιταλ.), ξύλινο πνευστό όργανο, είδος φλάουτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] … Dictionary of Greek
πιφιρτζής — ο, Ν μουσ. άτομο που παίζει το πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίφερο + κατάλ. τζής (πρβλ. βιολι τζής)] … Dictionary of Greek
νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek